- καταπορεύομαι
- καταπορεύομαιcome backpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπορεύομαι — (Α) 1. επανέρχομαι από την εξορία 2. επιστρέφω στην πατρίδα 3. φρ. «καταπορεύομαι εἰς τάξιν» επανέρχομαι στην τάξη … Dictionary of Greek
καταπορευομένων — καταπορεύομαι come back pres part mp fem gen pl καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευθῆναι — καταπορεύομαι come back aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευθέντων — καταπορεύομαι come back aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορευομένοις — καταπορεύομαι come back pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπορεύεσθαι — καταπορεύομαι come back pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)